εξοπίσω

εξοπίσω
και ξοπίσω (AM ἐξοπίσω)
1. προς τα πίσω, πίσω πάλι
2. πίσω, στο ίδιο μέρος
3. από το ίδιο μέρος
αρχ.
χρον. στο μέλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξοπίσω — backwards indeclform (adverb) ἐξοπίζω squeeze out the juice aor subj act 1st sg ἐξοπίζω squeeze out the juice fut ind act 1st sg ἐξοπίζω squeeze out the juice aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικρεμάννυμι — ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α) 1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω 2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ξοπίσω — επίρρ. 1. εξοπίσω, από πίσω 2. διαδοχικά, στη συνέχεια («τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ άλλο», Σολωμ.) 3. πάλι, εκ νέου, από την αρχή 4. κατόπιν, ύστερα, μετά, έπειτα («πάρε αυτό τώρα και ξοπίσω θα δούμε τί θα γίνει») 5. φρ. «μάς πήρε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”